- ξεκληρώ
- -έω και -άω (Μ ξακληρῶ, -έω)ξεκληρίζωμσν.στερώ από κάποιον εδάφη ή άλλη περιουσία που τού ανήκουν με κληρονομικό δικαίωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχικά ξακληρῶ < ξ(ε)-* + ἀκληρῶ «στερώ από κάποιον εδάφη που τού ανήκουν», απ' όπου το ξεκληρώ].
Dictionary of Greek. 2013.